Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2011

ΕΙΣ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟΝ 6ον

Κι εδώ με βρίσκουν με τα κίτρινα τους φαναράκια κατεβαίνοντας μες  στις λινοστολές τους/ οι πεθαμένοι που τις πίκρες τους αφήνουν μες απ' τα γυμνά  δόντια τους να ξεφύγει/ το απόσταγμα: "Ιδές ο μεγάλος άνεμος παρασέρνει τα πάντα!/ΑΠ' ΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ ΤΥΡΙΖΟΥΜΕ ΟΛΟΙ.                                                                                                                                    Νικηφόρος Βρεττάκος






Στεκούλα Νικολαρέα(Μιχαλού)
Να κάτεχα μωρέ παιδιά, κοπαδι εκεί θα νάβρω,/ θα νάβρω στρούγκες και μαντριά, θα νάβρω βοσκοτόπια;  Κώστας Κρυστάλλης

 Βαγγέλης Μ. Καράμπελας

 Όλγα και Βαγγέλης Καράμπελας
 Δεν μπορώ ο μαύρος δεν μπορώ...με αγγελοκρούει ο χάος/.../Χαμός η αρώστια βρε παιδιά και χαλασμός ο Χάρος.   Κώστας Κρυστάλλης

Μαρία Καράμπελα (Μιχαλού)  

 Θωμάς Μ. Καράμπελας
 Τραγούδια αν έχ' η μαύρη γη κι ο τάφος χαμογέλια/ έχει και του παιδιού η καρδιά που περπατεί στα ξένα.    Κώστας Κρυστάλλης
 Μιχάλης Καράμπελας

 Νίκος Π. Νικολαρέας, Ανθούλα και Σαράντος Ανδροβιτσανέας
Κι αν κλάψω, τα φαρμακερά τα δάκρυα που να πέσουν;/ Αν πέσουνε στη μαύρη γη,χορτάρι δε φυτρώνει     Κώστας Κρυστάλλης

 Μαρία και Γιάννης Σ. Καράμπελας

 Παναγιώτης Σ. Καράμπελας
         Δεν μπορώ ο μαύρος, δεν μπορώ...με αγγελοκρούει ο χάρος. Κώστας Κρυστάλλης


 Κυριακή Καράμπελα ( Σωτήραινα )

 Κυριάκος Κωνσταντινέας σύζ. Πηνιώς Γ. Κατσαρέα
 Επειδή και οι άνθρωποι αγαπούν τους τάφους και με ευλάβεια/ σωρεύουν όμορφα λουλούδια εκεί/ Όμως απ' αυτούς, ο θάνατος, κανένας δεν γνωρίζει τίποτα να πει.    Οδυσσέας Ελύτης
Αικατ ερίνη σύζ. Νικήτα Αρκουδέα (παπαδόνυφη)

 Μητροδώρα σύζ. Πέτρου Δραγωνέα
 Απέραντος ο θάνατος δίχως μήνες κι αιώνες.   Οδυσσέας Ελύτης
 Πέτρος Ανδρ. Πετροπουλέας

 Σταυρούλα Ευαγ. Κατσαρέα- 'Ασημακοπούλου
 Η αλήθεια μόνον έναντι θανάτου δίδεται.   Οδυσσέας Ελύτης
 Γιάννης Πέτρου Ανδροβιτσανέας

 Φώτης Οικονομόπουλος σύζ. Μαργαρίτας Ανδ. Πετροπουλέα
Κοιμούνται οι άνθρωποι στο ένα τους πλευρό, τ' άλλο τους/ Ανοιχτό να βλέπεις που ανεβαίναι κύματα/ Κύματα η ζωή και να' ναι τεντωμένο το χέρι σου/ Σαν του νεκρού τη στιγμή που πέρνεται η πρώτη αλήθεια.   Οδυσσσέας Ελύτης
 Σωτήρης Μπογέας σύζ. Δωροθέας Ανδ. Πετροπουλέα

 Ηλίας Τζαν. Πετροπουλέας
Μάνα σε ξεκληρίσανε/ άπονες εξουσίες/ ψυχή δεν σου αφήσανε/ μόνο φωτογραφίες.Μιχ. Κακογιάννης

 Ανδρέας Τζαν. Πετροπουλέας και η σύζυγος του Ευγενία

 Νικόλαος Τζαν. Πετροπουλέας
Εδώ περιφέρονται κ' οι σκιές των προγόνων μου/ Κάποτε μάλιστα θαρρώ πως ανοίγει/ το μεγάλο ακατοίκητο παλιού μας σπιτιού το παράθυρο ο πατέρας μου./ Πως βγάζει σιγά-σιγά το κεφάλι, βγάζει/ το χέρι με το μεγάλο του δάχτυλο/ μου δείχνει στο βάθος κάτι/ σαν όνειρο, κάτι σαν περιπλανώμενο άπιαστο ουράνιο τόξο.   Νικηφόρος Βρεττάκος
 Τζανέτος Αν. Πετροπουλέας
 Γιάννος Α. Καράμπελας
Οι εναπομείνοντες είναι πιά τόσο λίγοι/ Μπρος στον Πυλώνα σε αραιή παράταξη/ Να περιμένουν τη στερνή αλλαγή φρουράς     Απόστολος Μαγγανάρης
 Σωτήριος Βασ. Ανδροβιτσανέας

 Πέτρος Β. Ανδροβιτσανέας
... λες θανάτου αγέρι πνέει εδώ γύρω,/λες κοιμητήρι έγινε το περιβόλι/κι είναι σα νεκρολίβανο τα κρίνα/ κι είναι σα νεκροστέφανα τα ρόδα.   Κώστας  Χατζόπουλος
 Βασίλειος Ανδροβιτσανέας

 Ρεβέκα σύζ. Πέτρου Β. Ανδροβιτσανέα
Με το βαρύ τον ίσκιο του/ το κυπαρίσσι το ψηλό/ μιας κόρης προστατεύει μνήμα/ και κλαίει τη νύχτα σιωπηλό,/το κρίμα, το μεγάλο κρίμα,/ το κυπαρίσσι το ψηλό/ που κόρης προστατεύει μνήμα.   Μιλτιάδης Μαλακάσης
 Παναγιώτης Πέτ. Ανδροβιτσανέας

 Φώτης Σαρ. Μωρακέας
Όλα χάνονται. Του καθενός έρχεται η ώρα/ Όλα μένουν. Εγώ φεύγω. Εσείς να δούμε τώρα.          Οδυσσέας Ελύτης
 Μιχάλης Κων. Μωρακέας, Κων/τίνος Μιχ. Μωρακέας και ο γαμπρός τους ( σύζ Κικής Κων. Μωρακέα)

 Χρυσώ και ο άνδρας της Σταύρος Ι. Κατσαρέας
Θα φανούν αργότερα τα οστά μου φωσφορίζοντας  ένα γαλάζιο/ που τα πάει αγκαλιά ο Αρχάγγελος και στάζει με τεράστιους/ Δρασκελισμούς, διαβαίνοντας  την Ελλάδα τη δεύτερη του επάνω κόσμου.   Οδυσσέας Ελύτης
 Βάσος και Χριστόφορος με τον πατέρα τους Ιωάννη Γ. Κατσαρέα

 Αντωνία σύζ. Γεωργίου Ι. Κατσαρέα
Εάν υπάρχει ένας τόπος να πεθάνεις χωρίς ν' αφανίζεσαι-είναι αυτός. Μια διαφάνεια όταν τα ύστατα συστατικά σου - δρόσος, φωτιά - όντας ορατά για όλους, θα υπάρχεις κι εσύ εσαεί. Οδυσσέας Ελύτης
 Γιάννης Γ. Κατσαρέας

 Πελοπίδας Π. Νικολαρέας, Διονύσης Κ. Πετροπουλέας, Πέτρος Ι. Δραγωνέας
Για όποιον η θάλασσα στον ήλιο είναι "τοπίο" η ζωή μοιάζει εύκολη και ο θάνατος επίσης. Αλλά για τον άλλον είναι κάτοπτρο αθανασίας, είναι "διάρκεια". Μιά διάρκεια  που μόνο το ίδιο της το εκθαμβωτικό φως δε σ' αφήνει να τη συλλάβεις.   Οδυσσέας Ελύτης

 Χριστόφορος και Βάσος Ι. Κατσαρέας

 Αντωνία το γέννος Γενηματά και ο σύζ. Γεώργιος Ι. Κατσαρέας
Ναι ο Παράδεισος δεν ήταν νοσταλγία. Ούτε πολύ περισσότερο, μια ανταμοιβή. Ήταν δικαίωμα.     Οδυσσέας Ελύτης
 Πηνελόπη σύζ. Ιωάννη Γ. Κατσαρέα (απόγονος καπετάν Μπλούτσου)

 Ιωάννης Γ. Κατσαρέας
Από μικρό το θαύμα είναι λουλούδι και άμα μεγαλώσει θάνατος.  Οδυσσέας Ελύτης

 Γρηγόριος Ι Κατσαρέας (φρούραρχος της Βουλής) και Βάσος Ι. Κατσαρέας

 Ηλίας Γ. Κατσαρέας

.. μεσ' από της ψυχής σου τη σχισιματιά ωραιότερος δείχνει τώρα ο τάφος.    Οδυσσέας Ελύτης

 Σταύρος Ι. Κατσαρέας

 Βάσος Ι Κατσαρέας με τη σύζυγο του Γεωργία
Άοσμος κι όμως πιάνεται/ Όπως ανθός από τα ρουθούνια/ ο θάνατος.  ...  Οδυσσέας Ελύτης

Τρίτη 18 Οκτωβρίου 2011

ΕΙΣ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟΝ 5ον




Με πλαστικότατη παραστατικότητα γίνεται το  " κλάμα" - όπως λένε εκεί (στη Μάνη) το μοιρολόγημα του νεκρού.
Από όλες τις γειτονιές του χωριού ξεχύνονται και έρχονται συγγενείς και φίλοι, άντρες και γυναίκες μαυρομαντιλούσες. Μόλις περάσουν την εξώπορτα και μπούν στην αυλή του σπιτιού ξεφωνίζουν όλοι μαζί πένθιμα και μονότονα:
-Αδέρφι!...       Αδέρφι!...      Αδέρφι!...
Ανεβαίνουν στον πύργο. Μπαίνουν στο θάλαμο του νεκρού, σπαρακτικότερα τωρα όλοι μαζί ξεφωνίζοντας:
-Αδέρφι!...       Αδέρφι!..        Αδέρφι!....      
Αφήνουν πάνω στο λείψανο, καταγής χάμου στο πάτωμα ξαπλωμένο, τα "ματζέτα" τους. Μικρές φτωχοανθοδέσμες από βασιλικό και μαντζουράνα.
Οι άντρες παραστέκουν γύρω όρθοι! Οι γυναίκες κάθονται κατάχαμα, κοντά στις άλλες γυναίκες, που περιτριγυρίζουν καθισμένες το λείψανο. Οι πιο στενές συγγένισσες με τα μαλλιά λυτά.
Οι μοιρολογίστρες, συγγένισσες και φίλες,παρακάθονται χωρισμένες δεξιά κι' αριστερά κοντά στο νεκρό, χάμου,σκεπασμένον από βασιλικούς κι' άλλα "μυριστικά".
Κρατούν τα λυμένα τους μαλλιά, χωρισμένα, στα δυό  χέρια τους κάτω χουφτωμένα.Κι' όπως κρατάει το μοιρολόι, που η μιά το λέει και οι άλλες σε χορό τη βοηθούν, κατεβάζουν ρυθμικά πότε το δεξί και πότε το αριστερό τους χέρι, και σέρνουν, τραβούν κάτω ρυθμικά τα λυμένα τα μαλλιά τους, κατεβάζοντας ρυθμικά και μονότονα πάντοτε τα κεφάλια τους πάνω στον κοιτόμενο , το νεκρό, πότε δεξιά, πότε αριστερά, κατα το ρυθμό του μοιρολογιού.
Όταν θέλει η κορυφαία από τις δεξιές μοιρολογίστρες να "πάρει" το μοιρολόι από την κορυφαία στις αριστερές, που αυτή σέρνει το μοιρολόι, -απλώνει πάνω από το νεκρό το χέρι της και της ζητάει το δικό της. Εκείνη τότε της δίνει το δεξί της χέρι. Και μαζί της "δίνει και το μοιρολόι". Την πρωτοβουλία δηλαδή να μοιρολογήση, τις περισσότερες φορές αυτοσχέδια.

                                                                                                           Κωστής Πασαγιάννης





 Ζωή σύζ. Σταύρου Γ. Νικολαρέα

Όλα με τη γλώσσα της χαράς / με καλούν να ζήσω μα ω, τι κρίμα/ -άμοιρη ψυχή μου σπαρταράς- / κάτι με τραβά σε κάποιο  μνήμα.   Φώτης Αγγουλές

 Μιχάλης Κων. Μωρακέας
 Κώστας Μ. Μωρακέας
...κι όλα  τ' αστρανάματα μαζί/ κι όλα τα τραγούδια των κυμάτων/ κι ό,τι υπάρχει κι ό,τι ζει/ έξω από τη νάρκη των μνημάτων.  Φώτης :Αγγουλές

 Αντωνία Μωρακέα (Κώσταινα)

 Σπύρος Κων. Μωρακέας
 Ο Χάρος εβουλήθηκε/ να φτιάσει περιβόλι,/τόσκαψε, το καλούργησε,/ να το δεντροφυτέψει./ Φυτέυει νιές για λεμονιές,/ τους νιούς για κυπαρίσσια,/ φύτεψε τα μικρά παιδιά,/ διόσμους και καρυοφύλλια,/ έβαλε και τους γέροντες/ φράχτη στο περιβόλι..      Μοιρολόγι


 Πιέρος Κων. Μωρακέας
 Πέτρος Λ. Πετροπουλέας
Κράτα πουλί την ορμηνιά σου κι ετοιμάσου/ το βόλι να δεχτείς αβόγγιστα/ στα χρυσοφτέρουγα σου.      Σωτ. Σκίπης

 Σωτήριος Α. Μωρακέας

 Παπα-Μιχάλης Μωρακέας
Ήσουν στη βάρκα μέσα την ταφόβαρκα,/ κι ένας γιαλός απλωνόταν ομπρός σου,/ Μαύρος Γιαλός σα νύχτα αφέγγαρη,/Μαύρος Γιαλός δικός σου.   Σωτ. Σκίπης
 Σταυρούλα Μωρακέα (παπαδιά)

Ανδρέας Λ. Πετροπουλέας
Τα μαύρα τα παιδιά σου στην ακρογιαλιά,/ -κανείς παρόμοιο δάκρι να μη χύσει-/ παρακαλούσαν το Μαυροβαρκάρη σου/ να μη σε ξεκινήσει.    Σωτ. Σκίπης


 Φάνης παπα Ανδρέα Αρκουδέας

Μωρακέας Φώτιος, Ειρήνη (Σαράνταινα), Ηλίας
Όμως σαν ήρθε η ώρα και ξεκίνησε/...../ με μοιρολόγια μας αποχαιρέταγες,/ με σπαραγμό, με κλάμα και με δάκρυ,/ ενώ ολοένα η βάρκα σου χανότανε/ μες  στου γιαλού τα μάκρη.    Σωτ. Σκίπης
 Παναγιώτης Σ. Ανδροβιτσανέας

 Γεωργ'ια Β. Νικολαρέα-Μοίρα
Μίση κακίες σαν όνειρα νυχτερινά και μαύρα,/ σκορπίστετα ατον άνεμο το κάθε χαραμέρι,/ στης καλοσύνης τη γλυκιά λουστείτε μες στην αύρα,/ γιατί κανείς του γιασεμιού την ώρα δεν την ξέρει.   Σωτ. Σκίπης          
 Διαμαντής Απειρανθίτης σύζ. Βούλας Π. Νικολαρέα

 Δημήτρω Πιέρ. Δραγωνέα-Πουλοπούλου
Θέλουν κάσες οι αφεντάδες/ οι τρανοί κι οι βασιλιάδες./ Κάσες θένε κι οι ζητιάνοι/ κι ο καθείς θε να πεθάνει.   Σωτ. Σκίπης
Μαρία Χρ. Ανδροβιτσανέα

 Γιώργος Αντ. Δραγωνέας
  Έτσι μια φορά κι εμείς/ θα ταφούμε μες στη γής./ Σάρκα και κορμί διψάνε/ τα σκουλήκια για να φάνε.   Σωτ. Σκίπης
Ελένη Πετροπουλέα (Νικολού)

 Βαγγέλης Μ. Καράμπελας
Μα εμείς των σκοταδιών τα πλάτια/ τι καρτεράμε οι σκελετοί;/ και τι με τα γυάλινα μάτια/ θωρούμε ολόγυρα βουβοί;   Σωτ. Σκίπης
 Βαγγέλης Μ. Καράμπελας

 Μαρία σύζ. Μιχάλη Καράμπελα
... ω αυγουστιανό φεγγάρι,/κ' απ' το φως σου να θωρώ σκυφτές να βγαίνουν γριές/ και κόρες μαυροφόρες,/ για να προσμένουν κάποιους νιούς από τις μακρινές/ που δεν γυρίζουν χώρες.          Σωτ. Σκίπης
 Όλγα σύζ. Βαγγέλη Μ. Καράμπελα

 Θωμάς Μ. Καράμπελας
Σε ξέρω, σε περίμενα/ δεν είσαι ο αλύπητος ο Χάρος;/ ... /Κι ήταν ο Ακρίτας δώθε σίφουνας/ κι ο Χάρος κείθε ανεμοζάλη.   Σωτ. Σκίπης
Θωμάς Μ. Καράμπελας

 Θωμάς Μ. Καράμπελας
Τρείς μέρες και τρείς νύχτες πάλευαν./ Μα τα μεσάνυχτα της τρίτης,/ ο Χάρος την καρδιά του Διγενή/ δαγκώνει σαν κακός αστρίτης. Σωτ. Σκίπης
 Όλγα και Βαγγέλης Μ. Καράμπελας

 Μιχάλης Καράμπελας
Που γυρίζετε, χειμώνιασε πιά!/ Που βρέχεστε! Θα λιώσαν τόσα χρόνια τα ρούχα σας/  και οι αστραπές θα σας έκαψαν τα μαλλιά σας. Νικηφόρος Βρεττάκος
 Διαμάντω Νικολαρέα (Νικολού)

 Μετάξω Ν. Κατσαρέα
Σ' έχω σκεπάσει με φύλλα και κλαδιά της καρδιάς/ μια μεγάλη σημαία από άνθη και χρώματα,/ να θαμπώσω τους φύλακες της νύχτας, να μπορέσω/ να σε βγάλω πιο πέρα. Να περάσεις ανέγιχτη/ την αλέα της λησμονιάς.  Νικηφόρος Βρεττάκος
 Βάσος Π. Νικολαρέας

 Παναγιώτης Κυρ. Κατσαρέας
Ήθελε να ζήσει όσο θέλαμε  και εμείς/ κι όμως τον σκοτώσανε.    Άρης Αλεξάνδρου
 Μιχάλης Ν. Πετροπουλέας

 Μήτσος και Σοφία Νικολαρέα
Α! βρε Δημήτρη δουλευτή,/ πως νταγιαντάς την Κατουγή,/πούσαι και χεροδύναμος,/και δε χαλάς τα σίδερα;   Μοιρολόγι
 Πέτρος  Λ. Πετροπουλέας

 Ευρυδίκη Π. Ανδροβιτσανέα - Ψαράκου
Να βγείτε από τα μνήματα χτυπώ,/να ρθείτε πάλι στο δικό μου πλάγι/ ... / και θέλω τώρα κάτι να σας πω.    Μιλτιάδης Μαλακάσης
 Αφρούλα κ Κυριακώ κ Ηλίας Γ. Κατσαρέας και στο μέσον Κυριακώ Ηλ. Κατσαρέα κατόπιν παπαδιά παπα Παναγιώτη Πετροπουλέα
Σωτήρης Τζαν, Ανδροβιτσανές
Προσθήκη λεζάντας
Στον  κάτω κόσμο οι πεθαμένοι,/σαν είδαν έξαφνα να μπαίνει/ ο ξανθός ήλιος ως εκεί,/ να τους φωτά το αιώνιο βράδυ,/ του Χάρου βόγγιξαν ομάδι:/ σαν τι κακό περνάει τη γη/

 Κυριακώ Γ. Κατσαρέα σ'ύζ. Σωτήρη Τζαν. Ανδροβιτσανέα




 Κατίνα και Ηλίας Γ. Κατσαρέας

Κι' απελογήθη -μη ρωτάτε!/ μονάχα πάρα μέσα μπάτε,/ να μου κρυφτούν οι ζωντανοί!/ Τόπο! και μ' έπνιξε το κλάμα,/στον πάνω κόσμο ως είδα, -θάμα!-/ τον Ήλιο Χάρος να γενεί! Άγγελος Σημηριώτης

Κατίνα σύζ. Ηλία Γ. Κατσαρέα

 Παπα-Ανδρέας Αρκουδέας
Μα εγώ του ελέου προσκυνητής που από τη θλίψη γέρνω,/στους που αδικήθηκαν και στους που ζουν στο πόνο,/το Μάη μαδώ και αγιάζω τους, το μπάλσαμο μου φέρνω,/ κι από τα ρεποθέμελα μια νέα μορφιά φέρνω.   Άγγελος Σημηριώτης
 Κυριακώ και παπα-Παναγιώτης Πετροπουλέας

 Νικολής Γ. Κατσαρέας
Τ ' αστέρια τρεμοσβήνουνε κι η νύχτα είναι λίγη/ μα φως χλωμό και άρρωστο οι κάμποι αντιφεγγίζουν/ κι ολόγυρα του, όπου στραφεί το μάτι του, ξανοίγει/ εδώ κορμιά , εκεί κορμιά στρωμένα να μαυρίζουν./ Φίλους κι εχθρούς ο θάνατος σ' ένα τραπέζι σμίγει,/ όπου τ' αγρίμια ακάλεστα με πείνα τριγυρίζουν./ Χαράς τον όπου γλίτωσε, χαρά στον πόχει φύγει,/μα όσους το βόλι ξέσκισε, κοράκια ξανασκίζουν.    Ιωάννης Γρυπάρης