Σάββατο 17 Σεπτεμβρίου 2011

ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΑΝΗ 1ον

                                                                        ΧΟΤΑΣΙΑ



Γιά φόντο η θάλασσα, ανάμεσα Βενέτικο και Τσιρίγο. Κι' ο γέρο Πενταδάχτυλος που αγναντεύει από τη Βασιλική τη γριά Λακωνία,ίσα με το πλοκάμι του Καβομαλιά από τη ζερβά μεριά και του Κάβο Ματαπά από την άλλη.   Γ. Φτέρης






Όσο γιά το παρελθόν είναι αυτός ο μελαψός και στεγνός κόσμος που βολοδέρνεται με τη φτώχεια του, με την περιφάνεια του και με τους νεκρούς του,πεθατούς και σκωτοτούς, απάνου στην ανήλεη γη, τη γεμάτη αντίσταση, λιοπύρι και πέτρα, που αρχίζει από την Βέργα και και πέφτει κατά το Βασιλοπόταμο.   Γ. Φτέρης




                                                                        ΕΛΑΙΟΧΩΡΙ






                                                                         ΟΙΤΥΛΟ


Μέσα στην ξαστεράδα του  πρωινού είδαμε άξαφνα, αγνάντια στο Φρύγανο του Βοίτυλου, τον απέραντο γαλάζιο ουρανο να χάνει το στρογγυλό σχήμα του και να πέφτη κάθετα προς τα κάτω.Γιατί η θάλασσα -και αυτό το θυμόμαστε πολύ καλά- δεν μας φανερώθηκε επίπεδο στο πρώτο βλέμμα. Εκρεμότανε από τα ουράνια. Ήταν η πρώτη η κατάπρωτη εντύπωση μας. Κι αμέσως ύστερα απλώθηκε προς το βάθος ως τα Μοθωκόρωνα.  Γ. Φτέρης














       
Να το γλυκό βάσανο του θυμητικού μου! Κι' όλος αυτός ο κόσμος παίρνοντας την ίδια περιληπτική υπόσταση, έγινε λίγο-λίγο μέσα μου μιά βρύση κι' ένα χωριάτικο λαγήνι.   Γ. Φτέρης






























                                    Το εντευκτήριο της οικογένειας των Γιατριάνων (Μεδίκων)














Να, καρσί μας ήτανε. Εκεί που πάει να στρίψει ο δρόμος του Λιμενιού για ν' αγναντέψει το Καραβοστάσι. Στο ψήλωμα, στο μοναστήρι εζούσ' ένας καλόγερος.Και κατέβαινε πότε-πότε τη νύχτα στη θάλασσα να ρίξει τα παραγάδια.Μια τέτοια νύχτα ήρθαν οι νεράιδες και τον πήραν.     Γ. Φτέρης





                                                                       ΚΡΥΟΝΕΡΙ






                                                                       ΚΑΡΕΑ

Αυτό είναι το χωριό μου. Εδώ γεννήθηκα . Εδώ μεγάλωσα. Σ' ένα από τα παλιά τούτα σπίτια, που με τα μικρά μοναδικά τους παράθυρα κοιτάνε σαν μονόφθαλμα κατά το δρόμα, το μόνο δρόμο που έχει το γοητευτικό προνόμιο να βγαίνει από το χωριό. Και να τραβάει κατά τη θάλασσα.  Γ. Φτέρης





...εκεί στο χωριό, στο ορεινό μου χωριό και σε μια περιοχή ακόμη ψηλότερη, μέσα σ' ένα γούπατο με τα βουνά γύρω-γύρω. που το λέγανε Ριτσά - Πάνω και Κάτω Ριτσα- είχαμε όλοι οι κάτοικοι αμπέλια, στο δικό μας μάλιστα υπήρχε κοι μιά οικοδομή με πάτωμα στη μέση, ένα μικρό χτίσμα για πρόχειρη εγκατάσταση..  Γ. Φτέρης
            
                                                                      ΚΑΤΩ ΚΑΡΕΑ








                                                                         ΓΕΡΜΑ






                                                                     ΚΕΛΕΦΑ


Ο αέρας φυσούσε δροσερός, ο θαλασσινός από τα Μοθωκόρωνα,ο στεριανός από τη μεριά του λαγκαδιού, ανάμεσα Κάστρο Κελεφάς και Βοίτυλο, κει που κοιμάται ο Κάκαβος με τα φλουριά γεμάτος.  Γ. Φτέρης










Εκείνο τον ίδιο καιρό χτύπησε τα μάτια μας και το θάμα, το μεγάλο θάμα που μας έδωσε την προοπτική της απεραντοσύνης, της ελευθερίας και της ομορφιάς. Πρωτοείδαμε τη θάλασσα - κι αυτό στάθηκε τότε το λαμπρότερο,το αποκαλυπτότερο γεγονός της ζωής μας. Κατέβαίναμε για πρώτη φορά στο Καραβοστάσι.   Γ. Φτέρης



Η κυρά μου. Έτσι λέμε, έτσι λέγαμε στη Μάνη τη γιαγιά, τη μάνα της μάνας ή του πατέρα. Έχω ακόμη μπροστά στα μάτια μου τη δική μου, τη μάνα του πατέρα μου, ψηλόσωμη,ξεραγκιάνη, μαυριδερή, με όψη αυστηρή,από το Καραβοστάσι, κοντά στο Βοίτυλο. Καταγόταν από μιά μεγάλη μανιάτικη οικογένεια, από τους Ραζελιάνους, που τους έλεγαν και Μέντικους.  Γ. Φτέρης






                                                             ΝΕΟ  ΟΙΤΥΛΟ  (Τσίπα)



....Μέσα στην αστροφεγγιά, ο μεγάλος παλμός της θάλασσας έπεφτε απάνου στην έρημη παραλία, σαν το πεντάλαφρο άτι, τη γέμιζε απ' άκρη σ' άκρη με την πλατιά του δύναμη, την εδρόσιζε με το μουσκεμένο μπουχό του, κι' ύστερα λίγο-λίγο,καταλάγιαζε.  Για να ξαναρχίσει το ίδιο την άλλη στιγμή, με το ρυθμό που κρατά ανασαίνοντας το ανθρώπινο στέρνο




Αληθινά έμενα με την εντύπωση ότι κάτω από την ολόδροση επιδερμίδα της νύχτας, ένα πελώριο στήθος ανεβοκατεβαινε. Εκείνο που μου φαινόταν ανεξήγητο ήτανε τούτο:  πως αυτά τα καταπληκτικά πράματα που με μαγεύανε από τόσην ώρα, καθώς τ' αφουγκραζόμουνα για πρώτη φορά, εξακολουθούσαν πάντα να γίνονται χωρίς να λογαριάζεται γι' απαραίτητη η παρουσία του ανθρώπου.



Πως ενώ η θάλασσα συνέχιζε το θαυμαστό της παιχνίδι, με τον αχό, με τον αφρό, με το αντιμάμαλο,με τόσα ΄λοζώντανα κύματα που τρέχανε κατά τα βράχια και τις αμμουδιές,κανένας δεν ξαγρυπνούσε επίτηδες για να τα παρακολουθήσει. Όλος ο κόσμος κοιμότανε τώρα μέσα στα μικρά σπίτια του.





Αυτό δεν το καταλάβαινα. Να κοιμούνται βαθιά, την ώρα που μερικά βήματα μακρύτερα εσάλευαν ολοένα τούτα τα ταράστια στοιχειά του νερού, γεμάτα μυστήριο, βουητό και ανησυχία:




Όσο για μένα, έβλεπα πως ήταν αδύνατο να κοιμηθώ, μ' όλο που απάνω στα παιδικά βλέφαρα είχεν αφήσει το βάρος της η φευγάτη μέρα. Η ακοή μου δεχόταν τη μύηση, με τη βοή του πελάου, αυτό το αποκαλυπτικό μοτίβο που μ' έκανε να υποψιαστώ την παρουσία των μεγάλων δυνάμεων που κυβερνάνε την πλάση, και μούφερνε μαζί το πρώτο μύνημα της παγκοσμιότητας. Αισθανόμουν για τούτο μια ανεξήγητη χαρά, σαν να μεγάλωνε το φώς μου.


Ήταν γιατί ανέβαινα από  το ένστιχτο σε μια νέα κατάσταση, πιο αμθρώπινη, πιο άνετη, πιο καθαρή. Στο χωριό δεν είχα δοκιμάσει ποτέ τέτοια εντύπωση. Δεν μου την έδωσαν ούτε ο ήλιος, ούτε το φεγγάρι, τα μοναδικά θέματα που ξέφευγαν από τη στατική μοίρα του βουνού. Επρόσεχα τις απουσίες τους από τον ουρανό μας κι όμως δεν ρωτούσα που πάνε, που ταξιδεύουνε. Αν βλέπουν κι' άλλα βουνά, αν φωτίζουν κι' άλλους ανθρώπους...   Γ.Φτέρης


                                                                            ΛΙΜΕΝΙ

...Ως τόσο οι Αραπάδες φοβήθηκαν να προχωρήσουν τη νύχτα, γιατί εμεσολάβησε το εξής¨Μαζί με την απόβαση έφτασαν ταχυδρόμοι από το Αλμυρό και χτυπούσαν τις καμπάνες για να συγκεντρωθούν οι κάτοικοι, επειδή ήθελαννα τους αναγγείλουν τα νέα και να τους πουν πως όσοι μπορούσαν να κρατήσουν όπλο πρέπει να φύγουν για τη Βέργα το γρηγορότερο. Οι Αγύπτιοι νομίζοντας πως οι ντόπιοι χτυπούν τις καμπάνες για να κάνουν γνωστή την απόβαση τους, έφτιαξαν ένα οχύρωμα  παραπάνω από την ακτή και περίμεναν για τα παραπέρα να ξημερώσει. Την ίδια νύχτα με κάποιο από τα πλοία τους εχτύπησαν τα Μαυρομιχαλιάνικα στο γειτονικό Λιμένι, για να στρέψουν προς τα εκεί την προσοχή του γειτονικού πληθυσμού, από το Βοίτυλο και τ' άλλα γειτονικά σημεία, ώστε να μείνουν απερίσπαστοι στην προέλαση τους αυτοί που αποβιβάστηκαν στο Δηρό.   Γ. Φτέρης







Ο Καποδίστριας βρίσκεται στα μαχαίεια με τους Μανιάτες. Τομ περασμένο Φλεωάρη ξεσηκώθηκε στο Λιμένι ο Κατσής Μαυρομιχάλης με τους δικούς του,με τα παλληκάρια του. Μόλις τόμαθαν στ' Ανάπλι έγινε μεγάλος σαματάς. Ο Πετρόμπεης ζήτησε να κατεβεί στην Τσίμοβα για να βάλει τάξη, ήτανε σίγουρος πως θα τον άκουγαν και σαν γέροντα και σαν κάπο. Αλλά ο Καποδίστριας δεν τον άφησε. Έφυγε με καΐκι κρυφά. Στείλανε τον Κανάρη με μπουγιουρντί να τον πιάσει, τον πρόφτασε στο Κατάκωλο κι' από το Κατάκωλο τον ξαμαγύρισε στ' Ανάπλι. Τα παραπέρα θα τα ξέρετε.  Γ. Φτέρης








 ΤΟΥ ΚΑΠΕΤΑΝ  ΠΕΡΟΥ ΙΩΑΝΙ ΜΑΒΡΟΜΙΧΑΛΙ  1823



-Ο πάπος μου, λέει ένας μικρός, έχει ακουστά πως ήρθαν κάποτε κουρσάροι στα βράχια μας. Κι' είχαν χουρμάδες μαζί τους. Κι ένα από τα κουκούτσια π' αφήσανε στο κολατσιό τους, φύτρωσε, ψήλωσε, έγινε ο χουρμάς του Λιμενιού.
-Το ξέρω, είπε η Μαυρομιχάλαινα. Κουρσάροι ήρθανε πολλές φορές στον τόπο μας από τη Μπαρμπεριά. Αλλά το Χουρμά τον έφεραν οι νεράιδες. Γ. Φτέρης



Μεγάλη αντάρα γίνεται/ στα Μαυρομιχαλιάνικα./ Ποιόν τάχα να προσμένουνε/ σαν ποιόν να καρτεράνε;/Κανέναν δεν προσμένουνε/ κανέν' δεν καρτεράνε./πικρό τους ήρθε μήνυμα,/ φαρμακερό μαντάτο./Ότι του Μπέη το παιδί/ του Κυριακούλη αγγόνι,/ δισέγγονος τρισέγγονος  / του βασιλιά της Μάνης,/πέθανε μες' στον πρώτο ανθό/ της όμορφης του νιότης,/χωρίς βέρα στο δάχτυλο/στέφανο στο κεφάλι./ Και μένει ένα παράπονο,/ παράπονο μεγάλο,/που δω δε σε νταφιάζουνε/ στα χώματα της Μάνης.   Μοιρολόγι


                                                                      ΑΡΕΟΠΟΛΗ

"....Πίσω απ' αυτόν τον ελαιώνα ήτα η Αρεόπολη. Θα της ταίριαζε καλύτερα αν την έλεγαν Αερόπολη -Πόλη του αέρα. Κι' όταν φτάσαμε, κι όσο μείναμε, κι' όταν φεύγαμε, ο βοριάς δεν έπαψε ούτε στιγμή να ουρλιάζει. Ακόμη και τη νύχτα, τραντάζοντας πόρτες και παράθυρα, σφυρίζοντας μες από τις χαραμάδες. Ήταν ένας αληθινός εφιάλτης......
Θαρρεί κανείς πως  η μικρλη κωμόπολη έχει χτιστεί με τη σκέψη αυτού του εφιάλτη. Τα σπίτια είναι όλα πέτρινα, φρουριακά, για να μη μπορεί να τα παρασύρει η λύσσα του ανέμου, κι από την πλευρά που πνέει έχουν όλα ένα πέτρινο τοίχο που υψώνεται δύο μέτρα πάνω από τη στέγη για να τα προστατεύει. Οι μικροί της δρόμοι είναι κι' αυτοί από πελεκητή πέτρα. Δεν υπάρχει στην Αρεόπολη χώμα ούτε για δείγμα. Πολιτεία του ανέμου και της σκληρής πέτρας, με πύργους που υψώνονται απ' τα σπίτια σαν κυπαρίσσια, η Αρεόπολη έχει έναν έντονο δραματικό χαρακτήρα. Είναι όλη στακτιά κι' είναι όλη γωνίες, γιατί όχι μόνο όλα τα σπίτια της είναι καμωμένα από αγκωνάρια, αλλά και κάθε σπίτι έχει κι' αυτό το σχήμα ενός γιγάντιου αγκωναριού. Το βήμα αντηχεί μελαγχολικό επάνω στο καλντερίμι των στενών της δρόμων, κι' έχει κανείς την εντύπωση ότι περπατάει σ' ένα μεσαιωνικό φρούριο κι' όχι μέσα σε πόλη. Έτσι που είναι η Αρεόπολη είναι η στυλιζαριζμένη πρωσοποποίηση ολόκληρης της στείρας, της ανεμοδαρμένης Μάνης'
...Πουθενά αλλού στην Ελλάδα δε συνάντησα κόσμο τόσο φιλόξενο και τόσον καλόν όσο στη Μάνη. Κάθε κάτοικος θα μπορούσε να πεί, παραφράζοντας τους περίφημους στίχους του Βερλαίν:            Είμαι φτωχός δεν έχω τίποτα/ μ' αυτό που έχω ξένε σου το δίνω...
Όλοι τους, ως τον πιο φτωχό, είχαν μια έμφυτη ευγένεια, μεγάλη γλυκύτητα στους τρόπουςτους, και η προθυμία που έδειχναν δεν είχε κανένα ραγιαδισμό...'  Κώστας Ουράνης




... Τόφερε κάποτε μια νέα γυναίκα, τόβαλε κάτω από τον αυλό και στάθηκε πλάι, όπως στο παγκάρι της Παναγίας, βυζαντινά ακίνητη, μ' εκείνο το χαμηλό βυθισμένο βλέμμα πόχουν οι χωριάτισσες όταν δεν απασχολούν τα χέρια τους με κάτι. Σαν να ντρέπονται γι αυτό.  Γ. Φτέρης





Το ίδιο και τώρα, αγνανταίβονας εκείνο τον καιρό, βλέπω να ξεκαθαρίζουν μέσα μου αγαπητά μισοθαμπωμένα τοπία. Όλα Μανιάτικα.  Γ. Φτέρης





Ύστερα από πολά χρόνια ειχα αφήσει την Αθήνα, με την ίδια παράξενη χαρά που αισθάνομαι πάντα, που εξακολουθώ ακόμη να αισθάνομαι φεύγοντας από την Αθήνα. Και κατέβηκα στο χωριό. Δε θυμάμαι πιο μήνα. Θυμάμαι μοναχά πως με το ζεστό φως εκυκλοφορούσε παντού μια διάθεση μητρότητος.  Γ Φτέρης




Από  εορτασμό της 17ης Μαρτίου




Οι χωριάνοί ήταν σκληραγωγιμένοι εργάτες που πάλευαν όλο το χρόνο με την τραχειά αλύπητη γη. Και τα καζάντια τους ασήμαντα. Αλλά ποτές δεν βαρυγκομούσαν γι' αυτό, γιατί είχαν βαθύτατο σέβας στη γή τους, όσο και να τους βασάνιζε.   Γ. Γτέρης



Το Γυμνάσιο Αρεοπόλεως από το οποίο αποφοίτησαν και πρόκοψαν γενιές και γενιές μανιατόπουλων








                                                              ΚΟΥΣΚΟΥΝΙ (Σωτήρας)




Το φφεγγάρι έλαμπε πάνω από την Τσίμοβα, στο Κουσκούνι, φωτίζοντας όλο το μεγάλο διάσελο, από το Σαγγιά ως τη Μέσα Μάνη. Γ. Φτέρης


                                                                         ΧΑΡΙΑ







Μόνο σαν έπιαναν φιλικά χέρια στο μαγαζί ή έξω από την εκκλησία, αυτά τα σκληρά χέρια μαλακώνανε. Το ίδιο και με τα μάτια. Άμα τα φώτιζε άξαφνα η φιλία, εζύγωναν τον άλλον άνθρωπο, καθώς ζυγώνουν τα παιδιά άλλα παιδιά.   Γ. Φτέρης








                                                                     ΠΥΡΓΟΣ ΔΙΡΟΥ

Από  αναπαράσταση της μάχης του Διρού


Ο μητροπολίτης Μάνης Χρυσόστομος και ο βουλευτής Δαβάκης σέρνουν το χορό σε επέτειο τη μάχης του Διρού.




                                                    

                                                                                ΔΙΡΟ

Αυτή την αλύγιστη πίστη στο χρέος και στην τιμή, την έδειξαν στη μάχη του Δηρού, τη δίδυμη αδερφή της μάχης της Βέργας , στον Αλμυρό.  Γ. Φτέρης



Στο ρημoκλήσι του Διρού/ λειτούργα ο πρωτοσύγκελος/ ... /κι άξαφνα κι αναπάντεχα/ Τούρκοι τον παραλάβασι/ κι έλαβε μόνο τον καιρό/ κι ασήκωσε τα χέρια του/κι είπεκε "Παντοδύναμε!/ δυνάμωσε τους χριστιανούς/τύφλωσε τους αγαρηνούς,/ τη μέρα τη σημερινή...'/ μα οι άντρες όλοι λείπασι,/ είταν στη Βέργα τα' Αλμυρού/ όπου Τρωάδα ο πόλεμος/ πάαινε δυό μερόνυχτα.     Ανωνύμου






Αυτές οι Μανιάτισσες που λαχταρούσαν όλες από τα κορισίστικα χρόνια τους τις αντρίκιες πράξεις, οι γριές ιδίως Μανιάτισσες,  "οι κυράδες", οι στεγνές, οι λιανές οι "ξερές φραγκοσυκιές" όπως παραμοιάζουν οι ίδιες τον εαυτό τους - η Λιού, η Πετρού, η Δημητρού, η Ληγορού, η Κυριάκαινα, η Κυριακούλαινα, η Καλαπόθαινα, η Καπετανόνυφη, η Κοσονόνυφη- είναι όλη η Μάνη. Με τους πόνους τους, με τα μοιρολόγια τους, με τα έργα τους, με τις ευχές τους και τις κατάρες τους, με την αλύγιστη πίστη τους σε ό,τι εκφράζει το χρέος και την τιμή.  Γ. Φτέρης





                                                                   ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΙΑ




Το βράδυ οι ξωμάχοι γύριζαν απο τα χωράφια  με τα ζά τους, λιγομίλητοι, αποσταμένοι και ειρηνικοί. Ποτέ δεν είδαμε σε ανθρώπους που κουράζονται με έργα της πολιτείας, αυτή τη γαλήνια έκφραση. Νομίζατε πως θα πηγαίνανε στον εσπερινόν.   Γ. Φτέρης




Κι' εγύριζαν αγάλια-αγάλια, μπροστά τα ζά, πίσω οι άνθρωποι,ξεκοφτά  στο πλάι  οι ίσκιοι, μέσα σε μια ατμόσφαιρα ειρήνης, που ο αγροτικός μόχθος της έδινε ένα τόνο ιερότητος.  Γ. Φτέρης





                                                              ΝΙΚΑΔΡΕΙΟ (Νικάρδι)


Φτάνοντας στα σπίτια  οι χωριάτες έπιναν νερό, κι' αυτό ηταν η μεγάλη ευδαιμονία τους. Εσήκωναν το κανάτι μπροστά στο πρόσωπο και καθώς ρουφούσαν με δίψα, τα καρύδια τους, τεντωνόνταν, έτσι σχεδιασμένα κι' ευκίνητα, έπαιζαν μέσα στο λαιμό.





Όσο για τις γυναίκες, όλες στεγνές, βουβές κι' έτοιμες πάντα για ό,τι έχει σχέση με την αντιμετώπιση του κακού που μπορούσε να τύχει στους δικούς τους, εκείνες εγύριζαν πιό νωρίς, Έρχονταν από τα μποστάνια, με τα καλάθια γεμάτα λαχανικά και ήλιο.   Γ. Φτέρης


                                                                        ΧΑΡΟΥΔΑ


Γιατί ο ήλιος στη Μάνη μεταφέρεται, έχει υλική υπόσταση, είναι χειροπιαστός. Παίρνοντας το καλοκαίρι έναν καρπό, τον τινάζανε κι' ενιώθανε να σκορπά η ατμόσφαιρα του, ο ήλιος που τον τύλιγε. Γ. Φτέρης








Η φαντασία είναι γεμάτη απ' αυτά που ονομάζουν πρίσματα οι φυσικοί. Από πρίσματα, από κρύσταλλα κι' από κάτασπρο αλάτι.  Γ. Φτέρης




           
                                  Σπίτια ξεσπιτωμένα μου/ κλειδιά παραδομένα μου. Μοιρολόγι






                                                                    ΜΑΡΜΑΤΣΟΥΚΑ



Μια Λαμπρή πρωί-πρωί,/ που γύρισα απ' την εκκλησιά,/μούρθε ο Νικόλας στο μυαλό/ πούλειπε απ' το σπίτι μας/χρόνους κλειστούς δεκαοκτώ/ και ήταν αγδικίωτος.





Γιατί ήταν τα παιδιά μικρά/ κι' εγώ τα χαϊδανάσταινα/ να μεγαλώσουν γλήγορα,/ να πάρουνε το δίκιο τους,/ το δίκιο του πατέρα τους,/όπου τον εσκοτώσασι/ άδικα και παράλογα.

Κάτσασι χάμου τα παιδιά/ και το σταυρό τους κάμασι,/ απέχει με ρωτήσασι:/ - Μάνα, το πιάτο που είναι εδώ/ το βλέπουμε σαν περισσό.../ Κι εγώ τους αποκρίθηκα:



                                                                       ΤΣΟΠΑΚΑΣ

 




Είχε τον τόπο μια φορά/ γιατί ήταν του πατέρα σας/ όπ' είναι ακόμη αγδίκιιωτος,/ γιατ' είσασταν εσείς μικρά.....




Έλα μάνα, κάτσε κοντά,/ να φας απ' το ψητό αρνί,/ και να μας δόσης την ευχή/ Κι' εμείς θενά το πάρουμε/ το δίκιο του πατέρα μας.........Μάνα τα συχαρίκια μας!/ το πήραμε το δίκιο μας/ με το κεσέμι το παχύ,/ που ήταν στον τόπο φόβητρο.....  Μοιρολόγι