Εδώ σιγά κοιμούνται/ των Αγίων τα λείψανα/ σιγά εδώ μη ταράξεις/ την ιεράν ανάπαυση των τεθνημένων. Ανδρέας Κάλβος
 |
| Αφροδίτη Ν. Κατσαρέα-Γκαϊτατζόγλου |
 |
| Αντωνία Κατσαρέα (Νικολού) |
 |
| Μάκησ Γκαϊτατζόγλου (γιός Αφροδίτης Κατσαρέα) |
Βραχνό το ψάλσιμο/ τα κεριά αχνίζουν/ του νεκροκρέβατου/ τα ξύλα τρίζουν/ αργά τα σήμαντρα και τρομερά./ Ναι, ναι αποθάνανε/ μέσα στο σκότο/ τα κατεβάσανε,/ -ακούω τον κρότο,-/ τα κατεβάσανε/ βαθιά, βαθιά. Διονύσιος Σολωμός
 |
| Μετάξω Νικολαρέα (Λιού)
|
 |
| Παύλος Στάμος σύζυγος Κούλας Α. Πετροπουλέα |
Γιατί τινάζετε/ πάνω τους χώματα;/ Μη, μη σκεπάζεται/ τα μικρά σώματα,/ που αποκοιμήθηκαν/γλυκά, γλυκκά. Διονύσιος Σολωμός
 |
| Σταυρούλα Πετροπουλέα (Χαραλάμπαινα) |
 |
| Κούλα Α. Πετροπουλέα-Στάμου |
 |
| Αντώνης Γ. Δραγωνέας |
 |
| Παπά-Ανδρέας Πετροπουλέας |
 |
| Παρασκευή Δραγωνέα (Βασιλού) |
 |
| Μαρένια Δραγωνέα (Αντωνού) |
Με λύπη εγκάρδια/ εθεωρούσε/ όλα τα μνήματα,/ και τα μετρούσε,/ με τ' αργό κίνημα της κεφαλής. Διονύσιος Σολωμός
 |
| Βούλα Δραγωνέα (Νικολού) |
 |
| Ελένη Πετροπουλέα (παπαδιά) |
 |
| Τέλης Π. Πετροπουλέας |
Εψές μου απέθανε ο βοσκός, και τέσσεροι στον ώμο/ μου τον επήραν τέσσεροι στον ύστερο το δρόμο./ Βραχνόφωνα ο καλόγερος ανάδευε τα χείλη,/ του νεκροκρέβατου συχνά ετρίζανε τα ξύλα./ Θυμούμαι που καθόμαστε αντάμα εκεί στη βρύση:/ "Ποιός από εμάς, ελέγαμε, περσότερο θα ζήσει;"/ Και λέγοντας : "Ποιός από μας περσότερο θα ζήσει;" / ' φθυς κατ΄εμάς εβούϊξε φριχτά τοιός θα ζήσει./ Τότε ο αγαπημένος μου εστέναξε απ' τα στήθη/ και τούπα: "Τι έχεις στην καρδιά;" Κι αυτός δεν αποκρίθη/ Δυστυχισμένη συντροφιά!/ Που το χαρούμεν' άνθι/ της νιότης μας της τρυφερής ολόγυρα εμαράνθη./ Ω θάνατε, λυπήσου με, λυπήσου με και φθάσε/ ένα αναστέγναμα γλυκό μου φαίνεται πως θάσαι./ Μούπανε πως μεσάνυχτα τον βάζουνε στο μνήμα,/ κι εξέδωκα το ρούχο μου για το στερνό του εντύμα./ Φωνάζω σκούζω δυνατά, στον τάφο του γερμένη,/ μα δεν ακούνε τις φωνές στον τάφο οι πεθαμένοι./ Κείνοι που θα με θάψουνε, ακόμη αν μ' αγαπάνε,/ας βάλουνε τα χέρια μας νεκρά ν' αγκαλιασθούνε. Διονύσιος Σολωμός.
 |
| Διακουμής Λ. Πετροπουλέας |
 |
| Σταύρος Κ. Πετροπουλέας |
΄Αδη μάυρε χαιρετώ σε!/ Δεν εχάρηκε ποτέ/ μάτι ανθρώπου για τον ήλιο/ καθώς τώρα εγώ για σε. Διονύσιος Σολωμός.
 |
| Γιαννούλα Ανδροβιτσανέα (Πετρού) |
 |
| Νίκος Π. Κατσαρέας |
 |
| Ευανθία Πετροπουλέα (Τέλενα) |
 |
| Νίκος Α. Κατσαρέας |
Του πατέρα σου σαν έλθεις,/ δε θα βρεις παρά τον τάφο/ είμαι εμπρός του και σου γράφω,/μέρα πρώτη του Μαγιού./ Θα σκορπίσουμε το Μάη/ πάνω στ' άκακα του στήθη,/ γιατί απόψε αποκοιμήθη/ εις τον ύπνο του Χριστού./ Ήταν ήσυχος κι ακίνητος/ ως την ύστερη την ώρα,/ καθώς φαίνεται και τώρα/ που τον άφησε η ψυχή./ Μόνο μια στιγμή πριν φύγει/ τ' Ουρανού κατά τα μέρη,/ αργοκίνησε το χέρι,/ ίσως για να σ' ευχηθεί.
 |
| Θωμάς Α. Παναγέας |
 |
| Παναγιώτα Αρκουδέα (Διακουμού) |
 |
| Πέτρος κ Γιαννούλα Ανδροβιτσανέα |
 |
| Νίκος Δ. Νικολαρέας |
Και είδανε το ξόδι σου και την κεροδοσιά του/ Στη θύρα την ολόχρυση της Παντοδυναμίας,/ πνεύματα μύρια παλαιά, πνεύματα μύρια νέα,/ σ' εκαρτερούν για να σου πουν πως άργησες να φτάσεις. Διονύσιος Σολωμός
 |
| Μετάξω Ν. Κατσαρέα, παπα-Παναγιώτης Πετροπουλέας, Μαρίκα Κατσαρέα (Αντρεού) |
 |
| Τασία Π. Αρκουδέα |
Όνειρο κοντό για μένα νιότη, αγάπη και ζωή,/ όλα ονείρατα για στον κόσμο, ναι, κι ο θάνατος τα λυεί. Διονύσιος Σολωμός.
 |
| Μητροδώρα Δραγωνέα και η αδελφή της Ανδριάνα θυγατέρες Σωτ. Π. Ανδροβιτσανέα |
 |
| Σταυρούλα Α. Μωρακέα - Νικολαρέα (Πετρού) |
 |
| Ανδρέας Τζ. Πετροπουλέας και η σύζυγος του Ευγενία |
Μάνα μου, σκιάζομαι πολύ/ μη πεθαμένοι βγούνε./ Σώπα παιδάκι μου οι νεκροί την πλάκα τους βαστούνε. Διοονύσιος Σολωμός
 |
| Πότα Πετροπουλέα (Νικολού) |
 |
| Σταυρούλα Νικολαρέα (Γιώργαινα) |
 |
| Βασιλική Αρκουδέα (Παπαδιά) |
 |
| Διονύσης Κ. Πετροπουλέας |
Τριγύρω νεκεολούλουδα η κόρη του φυτεύει και με θερμά της δάκρυα το κρύον βρέχει χώμα. Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής
 |
| Σταυρούλα Πετροπουλέα (Διονύσαινα) |
 |
| Σαράντος Πούλου Πετροπουλέας |
 |
| Σταυρούλα Πετροπουλέα (Πούλαινα) |
Π'έρασα απ' αυτό το μέρος αφού πέρασε ένας χρόνος./ Είδα ένα τάφο νέο κι ένα παλαιό κοντά του,/ και γονατιστό στη μέση ένας ερημίτης μόνος/ είδα που ενώ λαλούσε σκούπιζε τα δάκρυα του. Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής.